Home Αφηγήματα - Iστορίες "Μια διαδρομή στην Χόμορη"

"Μια διαδρομή στην Χόμορη"
Συντάχθηκε απο τον/την Δημήτριος Κυριακίδης (Cidis)   
Κυριακή, 01 Νοέμβριος 2009 09:25

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού, όταν αφήναμε την Ναύπακτο για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στην Χόμορη. Για μένα η Χόμορη ήταν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό το μικρό κομμάτι ελλαδικής γης που και στον χάρτη αδυνατούσα να βρω.

Μου την είχαν περιγράψει αλλά ο νους μου ήταν ανήμπορος να την σχηματίσει σε εικόνα μιας ζωγραφιάς. Συντροφευμένοι με τον καλό μας  φίλο - Θωμά Πατούχα - γέννημα και θρέμμα Χομορίτη -  και την γυναίκα του Δήμητρα, κι’ εγώ με την δική μου γυναίκα Εστέρ, ξεκινήσαμε στην βουνίσια διαδρομή μας, αφήνοντας την ωραία Ναύπακτο που την είχαμε τόσο συνηθίσει. 
Στην ευχάριστη αυτή συντροφιά, είχα και τη συντροφιά των δύο φωτογραφικών μου μηχανών και έλεγα “ίσως βρω κάτι να απεικονίσω”. Αλλά τι αναπάντεχη έκπληξη! Με το πρώτο ανέβασμα του δρόμου, φωνάζω στον οδηγό μας, Θωμά, “στάσου εδώ για μια φωτογραφία….”. Είχε κιόλας αρχίσει να απλώνεται εμπρός μας η γραφική ομορφιά της βουνίσιας γης. Η πένα αδυνατεί να περιγράψει την ομορφιά που αρχίσαμε να ζούμε από εκείνη την στιγμή. Τόση ομορφιά, που η μια διαδεχόταν την άλλη. Καταπράσινες βουνοπλαγιές, που το πράσινο έφτανε μέχρι την κορυφή τους, πότε στολισμένες από πεύκα και πότε από έλατα, και ανάμεσα οι απέραντες χαράδρες γεμάτες από βλάστηση και αγριολούλουδα. Τα αρνάκια σε λίγο κλείνουν τους δρόμους μας και ο βοσκός τους κρατώντας την γκλίτσα του τα οδηγεί στις γύρω πλαγιές.
Πόσο θα ήθελα να πήγαινα στην Χόμορη περπατώντας, γιατί κάθε βήμα ζητούσε και άλλη απεικόνιση σε φωτογραφικό χαρτί. Και έτσι ο οδηγός μας δεν θα παραπονιόταν για τα ανεπάντεχα σταματήματα. “Βρε Δημήτρη, όπως εμείς πάμε δεν θα φτάσουμε ούτε τα μεσάνυχτα στο χωριό. Εγώ σε δύο ώρες το πολύ θα βρισκόμουν στην Χόμορη! Πέρασαν κιόλας οι δύο ώρες και ακόμα ήμαστε στην αρχή του δρόμου μας…”. Αλλά για κάποιον σαν κι εμένα, τον Αθηναίο, που μόνο τα νησιά της πατρίδας γνώριζε, πως μπορεί τώρα να αντισταθεί στις αξέχαστες αυτές βουνίσιες εικόνες που αλληλοδιαδέχονται;

 

Ο δρόμος πότε φιδίσιος, πότε λίγο ίσιος και πάλι κυκλικός, όλο και ανεβοκατεβαίνει τις βουνίσιες άκρες του. Όταν αντίκριζα το πιο ψηλό κύκλωμα του απέναντι δρόμου, τρόμαζα στην ιδέα ότι σε λίγο και εμείς θα βρισκόμασταν σ’ αυτά τα ύψη του. Αλλά, όταν σκαρφάλωνε η διαδρομή μας στην πιο ψηλότερη στροφή του, δεν φανταζόσουν ποτέ ότι αυτές οι βουνοπλαγιές κρύβουν τέτοια θεϊκή πανδαισία. Και όπως ανεβαίναμε στο ανηφορικό ταξίδεμα μας, μας καλωσορίζει το πρώτο χωριό Σίμος, ανάμεσα στα μικρά αλλά γραφικά σπίτια και στα στενά δρομάκια. Αυτό όμως δεν αποτελούσε για εμάς σταμάτημα. Ήταν μια φωτογραφική ανάπαυλα στο διάβα μας για την Χόμορη.

Κι’ άρχιζα πάλι να ρωτώ τον υπομονετικό φίλο και οδηγό, για κάθε φωλιά σπιτιών που έβλεπα από μακριά, αν αυτή είναι η Χόμορη. “Έχουμε πολύ καιρό για το χωριό μας, αλλά εμείς έτσι που πάμε, θα ξημερωθούμε στο δρόμο προς την Χόμορη”. Και βλέποντας πάλι άλλον οικισμό να ξεπροβάλλει, μαθαίνω ότι αυτό το χωριό είναι ο Πλάτανος. Ένα γραφικό χωριό, με την πλακόστρωτη πλατεία και την μεγάλη βυζαντινή εκκλησιά να την δεσπόζει. Στην είσοδο του χωριού είναι μια μαρμάρινη προτομή του Μπότσαρη και μπαίνοντας στην πλακόστρωτη πλατεία, μας περιμένουν τα μικρά της μαγαζάκια αλλά και μια νοικοκυρεμένη ταβέρνα. Καθίσαμε σε ένα από τα έξω τραπεζάκια της για μεσημεριανό κολατσιό, τηγανιτές πατάτες - ντόπιες με του νοικοκύρη το αγνό ελαιόλαδο. Ήταν το μόνο που τέτοια ώρα μπορούσε να προσφέρει η Πλατανιώτισα ταβέρνα. Πριν ξεκινήσουμε για την ανηφοριά μας, σταματήσαμε στο μικρό λαογραφικό μουσείο και μετά χαζέψαμε στα μαγαζάκια της για μικροενθύμια. Ήταν περίπου μεσομεσήμερο όταν και πάλι βρεθήκαμε στο αυτοκίνητο, σκαρφαλώνοντας τους βουνίσιους δρόμους για την Χόμορη. Και ναι, είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος ζει πολύ λίγες στιγμές της ζωής του, που νιώθει αυτό που εγώ έζησα στο δρόμο για την Χόμορη. Αυτή την τόσο γραφική ομορφιά ενός ατέλειωτου βουνίσιου τοπίου.

Κι’ όπως σκαρφαλώναμε τον ανηφορικό δρόμο, έβλεπα άλλα αυτοκίνητα στον απέναντι του βουνού δρόμο που έφταναν σχεδόν κοντά στην κορυφή του. Αλλά μόνο η σκέψη ότι σε λίγο θα βρισκόμασταν και εμείς σε αυτό το ψηλότερο σημείο μου έφερνε πανικό. Μα όχι μόνο αυτό. Στον δρόμο μας αυτό συναντούσαμε τις σπασμένες πέτρες που κατρακυλούσαν από τις πλαγιές του βουνού. Τίποτα όμως δεν μπορεί να αμαυρώσει την ξέχωρη φυσική ομορφιά που μόνο το χέρι του Δημιουργού μπορεί να πλάσει. Αυτή την απέραντη ζωγραφιά που σε κάνει να ξεχνάς κάθε φόβο.

Και το ανηφορικό μας ταξίδι συνεχίζεται μέσα σε μια απέραντη γραφική και καταπράσινη μαγεία, του βουνίσιου αυτού κόσμου, με τις χαράδρες από την μια μεριά, τις πανύψηλες βουνοκορφές από την άλλη, σκεπασμένες από κάθε λογής δενδροφυτείες από πεύκα ή έλατα. Όταν ο δρόμος λίγο κατέβαινε άκουγες την βοσκή με το κουδούνισμα της και τα αρνάκια να στολίζουν το διάβα μας. Αυτή η ξέχωρη μαγεία του φυσικού κόσμου δεν περιγράφεται με την πένα. Πρέπει κανείς να την ζήσει, να την απολαύσει, να αναπνεύσει τον καθάριο αέρα της και στο τέλος να την διαιωνίσει με τον φακό της φωτογραφικής του μηχανής. Σ’ ένα στρίψιμο του δρόμου μας, συναντήσαμε ένα γέρικο δένδρο. Ο κορμός του ήταν σχισμένος στα δύο κι από το ένα μέρος της κουφάλας του έτρεχε καθάριο δροσερό νερό. Πόσο θα ‘θελα το ταξίδι μας αυτό να μην είχε τέλος!

Αλλά να που όλα σταματούν και να που τα πρώτα σπίτια της Χόμορης άρχισαν να προβάλουν από μακριά. Σε λίγο μπαίνουμε στο χωριό και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής μας καλωσορίζει. Την διαδέχεται σε λίγο η πλακόστρωτη πλατεία της που την σκεπάζουν πλατάνια, με την γραφική αξέχαστη εικόνα να απλώνεται εμπρός μας. Κι όπως προχωρούμε μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού, συναντούμε τα γραφικά σπιτάκια αγκαλιασμένα από το πράσινο της βλάστησης φόντο, πότε με απέραντα πλατάνια και πότε με αναρριχόμενες κληματαριές να αγκαλιάζουν περιμετρικά αυτά όμορφα νοικοκυρεμένα σπίτια.

Αυτό το στενό, αλλά κεντρικό δρομάκι του χωριού, σε ένα σημείο φαρδαίνει και οδηγεί σε μια ευρύχωρη πλατεία σκεπασμένη από απέραντα γέρικα πλατάνια Στην μια πλευρά της έτρεχαν τα δροσερά τρεχούμενα καθάρια νερά μιας βουνίσιας πηγής και στην άλλη υπήρχαν τα τραπεζάκια με τις καρέκλες του καφενείου, έτοιμα να υποδεχτούν τον καθένα που περνώντας από εκεί ζητά να ξαποστάσει για λίγο. Ναι, να ξαποστάσει με ένα καφεδάκι ή κάθε μια λιχουδιά που η φιλοξενία των ντόπιων θα μπορούσε να προσφέρει.
Εκεί κοντά στην πλατεία περνάς και από το όμορφο πατρικό αρχοντικό του αδελφικού μου φίλου και αγνού Χομορίτη, Πάνο Σκιαδά. Λίγα ακόμα βήματα και φτάνουμε στο τέλος του δρόμου μας για την Χόμορη. Εκεί στο τέρμα μας περιμένει και το σπίτι του φίλου και ξεναγού μας, Θωμά Πατούχα, που θα μας προσέφερε φιλοξενία στο δικό του αυτό πατρικό σπίτι για αρκετές ημέρες κατά την παραμονή μας στο χωριό. Σε ένα διώροφο πετρόκτιστο εκείνης της εποχής των γονέων του, στο πρώτο όροφο θα μέναμε εμείς και στο δεύτερο οι νοικοκύρηδες του σπιτιού, Θωμάς και Δήμητρα. Θα ανέβαιναν μια εξωτερική σκάλα που τα σκαλοπάτια τους τα στόλιζαν αρκετές πεινασμένες γατούλες. Αλλά τον Χομορίτη δεν τον βαστούν οι τέσσερις τοίχοι. Θέλει να βγει πάλι έξω, να σου μιλήσει για τους γύρω του, να σου πει για κάθε κομμάτι γης που έβλεπε και που έζησε στα παιδικά του χρόνια.

Βλέπεις αυτό το βουνό; Eγώ το ανέβηκα μέχρι την κορφή του…Ναι Θωμά μου, μου το ΄πες αυτό, τώρα δεν πάμε για κανένα σύκο;

Και δεν πάμε μου λέει. Κι’ αρπάζοντας δύο ματσούκες βρισκόμαστε στην μια πλαγιά της συκιάς, και τραβώντας τη κοντά μας, μας χαρίζει τα παραπονεμένα της σύκα όλο γλύκα και δροσιά. Αυτή η κατάμεστη από το φρούτο της συκιά, είχε φυτρώσει κάπως παράξενα. Είχε αφήσει το κορμί της να απλώνεται στην πλευρά ενός τοιχώματος στο περίβολο της αυλής. Έτσι  από την πάνω πλευρά του τοίχου δεν έβρισκες κανένα εμπόδιο και σου προσέφερε ότι γινόμενα σύκα είχε. Αλλά όμως από την άλλη πλευρά τα σύκα της τα έκρυβε για τον εαυτό της. Γι’ αυτό και ο Θωμάς με την σκάλα του και την βοήθεια της ματσούκα, μάζευε τα παραγινωμένα για μαρμελάδα όποτε έβρισκε καιρό.

Αφού χορτάσαμε αυτό το ντόπιο και τζαμπατζίδικο κολατσιό, πήγαμε όλοι μαζί να περπατήσουμε τα δρομάκια και τα μονοπάτια του χωριού. Η Εστέρ σαν ξένη ήταν κατάπληκτη. Δεν είχε ποτέ της δει και ζήσει τέτοια μέρη. Αν και εγώ δεν πήγαινα πίσω. Πήγαμε πρώτα στην πλατεία του χωριού και ήπιαμε  από το κατακάθαρο - από τις πετρόκτιστες βρύσες - τρεχούμενο νερό και έπειτα βρεθήκαμε στην εκκλησία. Η Αγία Παρασκευή είχε κλειδωμένες τις πόρτες της αλλά από τα παράθυρα της είδαμε την όμορφη απλότητα μιας ορθόδοξης εκκλησιάς που έμοιαζε με ερημοκλήσι. Το κτίσμα της το περιτριγύριζε το πράσινο από κάθε λογής δένδρα. Αλλά ένα είδος που γνώριζα ήταν οι ροδιές και εγώ με τον φακό μου αποθανάτισα ένα από τα ρόδια. Απέναντι από την εκκλησία του χωριού είναι και το νεκροταφείο της που έχει δεχθεί στα σπλάχνα της όλους αυτούς που κτίσανε αυτό το μικρό φουντούκι μιας συντροφιάς ανθρώπων. Ανθρώπων που έζησαν αδελφωμένοι. Οι τάφοι τους είναι τόσο ασφυκτικά χτισμένοι, χωρίς  να αφήνουν ούτε μια σπιθαμή γης για να πας από τον ένα στον άλλο. Για να το κάνεις αυτό πρέπει ευλαβικά να πατάς από την μαρμάρινη άκρη του ενός στου άλλου. Και αυτοί οι κάτασπροι μαρμαρένιοι τάφοι, με την σειρά τους, σε ευχαριστούν για την συντροφιά και σ’ αφήνουν να περνάς τόσο κοντά λέγοντας τους “για χαρά λεβέντες της Χόμορης”.

Όλα σχεδόν τα σπίτια της Χόμορης, είναι αμφιβλιστρικά  κτισμένα στη γύρω βουνοπλαγιά και τα περισσότερα δεν έχουν δρόμο δίπλα τους για να έρχεται το αυτοκίνητο. Βλέπεις όταν αυτά χτιζόντουσαν μόνο τα ζωντανά μπορούσαν να περάσουν! Κάθε πρωινό μ’ άρεσε να κάθομαι στο μπαλκόνι απολαμβάνοντας το μεγαλείο που μας χάριζε η ανατολή του ήλιου με τις πρώτες αναλαμπές του. Έβλεπες το φως του να πέφτει στις απέναντι στέγες των σπιτιών, στο ένα μέρος του χωριού και να αφήνει το υπόλοιπο μέρος στην σκιά.  Αλλά δεν αργούσε και σύντομα και το υπόλοιπο τοπίο λουζόταν στο φως του. Και όταν το μεσημέρι ερχόταν πηγαίναμε για ένα ανάλαφρο περπάτημα στην πλατεία που ήταν στολισμένη με τα τραπέζια από το  απέναντι καφενείο της. Από τα καθίσματά τους ζούσαμε την απόλαυση της όμορφης και απέραντης θέας της χαράδρας που ξάπλωνε μπροστά μας και στο βάθος της αντικρίζαμε τα βουνά που περάσαμε στο διάβα μας για την Χόμορη. Και τι δεν κουβεντιάζαμε. Πότε για τα παιδικά μας χρόνια, πότε πως ήταν η ζωή στο χωριό, πότε για τα χρόνια της κατοχής όταν οι Γερμανοί πατούσαν την γη μας, πότε για τις τόσες ώρες που έπαιρνε στους νέους για να πάνε για γράμματα στην Ναύπακτο, και βέβαια για το πως ήταν η ζωή σε αυτούς που ξενιτεύτηκαν. Αλλά όταν η κουβέντα έβρισκε κάποιο τέλος και όλοι νιώθαμε ότι το στομάχι χώνευε πια το πρωινό ερχόταν η ώρα για την επιστροφή στο σπίτι για να γευτούν όλοι ότι τους είχε ετοιμάσει για μεσημέρι η καλή τους, και μετά από αυτό η συνηθισμένη λίγη ξεκούραση με το ροχάλισμα του μεσημεριού. To απομεσήμερο το ακολουθούσε πάλι αρκετό περπάτημα.  Με την συντροφιά της πατροπαράδοτης ματσούκας περπατούσαμε ότι είχαμε ή δεν είχαμε περπατήσει πριν. Και όταν το ηλιοβασίλεμα πλησίαζε το άρωμα της ψημένης κότας, οι μυρωδιές από τον μάγειρα Σίμο, στο μικρό του καπηλειό, τους μάζευε πάλι στην πλατεία και τότε άρχιζε πάλι το «παραφάγαμε» με το «εβίβα βρε παιδιά» που κρατούσε κάμποσες ώρες.

Είναι αλήθεια ότι πολλά που ζει ένας διαβάτης της ζωής αδυνατούν να περιγραφτούν με μια πένα. Αυτό είναι μια μεγάλη πραγματικότητα για ένα ταξίδι πάνω στα διαδεχόμενα βουνά της γης, τα σκεπασμένα λαγκάδια από κάθε λογής αγριολούλουδα και φυτρώματα, τα ξεροπόταμα του καλοκαιριού, τα διάφορα πελώρια ή μικρά δένδρα, την απερίγραπτη  μαγεία, τα χωριά που περνάς στο διάβα σου, και στο τέλος η ξέχωρη Χόμορη με τις ατελείωτες αναμνήσεις κάθε Χομορίτη αλλά και τις τόσες αγαπημένες και ξεκούραστες εντυπώσεις εκείνων που την αντικρίζει για πρώτη φόρά.

Σε μερικές μέρες θα φεύγαμε από τα λημέρια της για την Ναύπακτο. Με μια λίπη, γιατί θα αποχωριζόμουν έναν τέτοιο παραδεισένιο τόπο. Πόσο θα ήθελα και εγώ να ζούσα τα παιδικά μου χρόνια ανάμεσα σε τέτοιο περιβάλλον που το αγκαλιάζουν βουνά με πανύψηλες βουνοκορφές, με λαγκάδια που μοσχομυρίζουν, με τα αρνάκια και άλλα ζώα να στολίζουν τις βουνοπλαγιές και με το κουδούνισμα τους να ψάλουν μια προσευχή στον Πλάστη. Αλλά ας είμαι ευγνώμων για την γνωριμία των καλών μου φίλων, Θωμά και Δήμητρας και του Πάνου Σκιαδά, και που μου μίλησαν για τον τόπο τους και που τόσο πολύ ήθελαν και να μου τον γνωρίσουν.

Μια από τις τελευταίες μέρες μας στην Χόμορη ο Πάνος μου έκανε ένα λικούλειο τραπέζι στο σπίτι του. Τα ενωμένα τραπέζια άρχιζαν μέσα από το σπίτι και τελείωναν στην μισή αυλή του σπιτιού. Και τι δεν είχε αυτό το τραπέζι! Όλα μαγειρεμένα από το χέρι του. Αλλά μια και μιλάμε για μαγείρεμα, πως μπορεί να ξεχάσει κανείς τα φαγητά και την θερμή φιλοξενία της Δήμητρας. Κάθε μέρα κατάφερνε να έχει το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό με όλα τα καλά. Άλλα που έφερνε από την Ναύπακτο και άλλα που η ίδια ετοίμαζε. Και όλα αυτά τα διαδέχονταν τα σύκα από του Θωμά την κατάμεστη συκιά του. Τι κρίμα όμως όλα έχουν ένα τέλος και σε τέσσερις μέρες έπρεπε να πάρουμε το δρόμο του γυρισμού για την γραφική Ναύπακτο.
Η παραλιακή Ναύπακτος έχει την χάρη να συνδυάζει τα γαλανά νερά της θάλασσας με τα δικά της νερά. Ανάμεσα υπάρχουν τα σπίτια σπαρμένα ή αμφιβλιστρικά, με το κάστρο να τα πλαισιώνει απ’ τη μια μεριά και το ιστορικό λιμανάκι απ΄ την άλλη. Καθίσαμε σε μια από τις παραλιακές της ταβέρνες για να ζήσουμε τώρα, νοερά πια, το τι ζήσαμε αυτές τις τέσσερις μέρες, αλλά και να αφήσουμε την μνήμη μας να ξαναζωντανέψει σαν μια κινηματογραφική ταινία από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι τα τωρινά. Τόσο στον ελλαδικό αυτό τόπο, αλλά και στους τόπους που τώρα βρισκόμαστε, στους τόπους του  ξενιτεμένου, που λέγεται Αμερική.

Κι ακούγοντας την παρέα μου να μιλά για αυτούς τους τόπους, πήγε και η δική μου θύμηση στα δικά μου νεανικά χρόνια τότε που μόλις είκοσι δύο χρονών – φοιτητής της Ιατρικής Σχολής στο Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο – άφηνα γονείς και αδέρφια για αυτό που όλοι μας λέμε ξενιτιά. Όταν πατούσα την ξένη γη χωρίς κανέναν να με περιμένει και χωρίς να έχω τον τρόπο να μιλώ την γλώσσα που αυτοί μιλούσαν, και μόνο με πέντε δολάρια στην τσέπη μου. Έσφιξε τότε η καρδιά μου και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από έναν ακράτητο πανικό.
Πέρασαν όμως από τότε εξήντα δύο τόσα χρόνια, που είναι τόσο δύσκολο τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Ο νους του θνητού έχει όρια, δεν είναι παντοδύναμος. Και όμως αν τρέξεις πίσω τόσα και τόσα θα ζωντανέψουν στην μνήμη σου. Και άθελα σου θα πεις και πάλι  - δόξα το Θεό – επέζησα. Έφερα στον κόσμο δύο καλά κορίτσια. Και τα δύο γιατροί στον δικό τους κλάδο. Αλλά και εγώ από τόσες μικροδουλειές στις αρχές που πέρασα, τελείωσα τις δικές μου σπουδές και ως γιατρός έζησα το διάβα της δικής μου ζωής και αγάπησα με όλη την δύναμη της ψυχής μου αυτό τον τόπο που το λέμε Αμερική. Αλλά και ποτέ δεν αφήσαμε το είναι μας να ξεχάσει τα μέρη αυτά που είδαμε για πρώτη φορά, τις πρώτες αναλαμπές της ημέρας. Όσο και εάν ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια κάπως δύσκολα ή κάπως στερημένα. Η αγάπη και η νοσταλγία για τους τόπους μας, μας φέρνει τόσες φορές πάλι εδώ, έστω για λίγο, στα λατρευτά χώματα της ελλαδικής γης, της πρώτης μας πατρίδας.

'Επεξεργασία κειμένου: Νικολέτα Χαντζή

p.s. Ο κύριος Δημήτριος Κυριακίδης είναι γιατρός, μόνιμος κάτοικος Αμερικής και φανατικός φίλος της Χόμορης! Το Chomori.gr τον ευχαριστεί πολύ για το γλαφυρότατο κείμενο και ιδιαίτερα για την αγνή του αγάπη προς το χωριό μας.

Τελευταία Ενημέρωση στις Δευτέρα, 05 Ιούλιος 2010 10:59
 

Σχόλια  

 
+2 #1 Administrator 17-12-2009 09:29
Dear Mr. Cidis,

Thank you very much for your nice story.
Chomori.gr wish you Merry Christmas and happy New Year 2010!!!

Admin
Παράθεση
 

Προσθέστε σχόλιο


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση


Με την υποστήριξη του Joomla!. Designed by: Joomla Template, php hosting. Valid XHTML and CSS.

Copyright © 2010 Chomori Village | Όροι χρήσης | Σχεδιασμός / Φωτογραφία Ξένια Χαντζή | Υπεύθυνος / Επεξεργασία Ιστοσελίδας Μπάμπης Χαντζής